μετοχή

μετοχή
μετοχή, ῆς, ἡ (s. μετέχω and next entry; Hdt.+; pap; Ps 121:3; PsSol 14:6; Philo, Leg. All. 1, 22) sharing, participation (BGU 1123, 11 [I B.C.]; PLond III, 941, 8 p. 119 [A.D. 227] al.) τίς μ. δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; what have righteousness and lawlessness in common? 2 Cor 6:14 (there is a purely formal parallel to 2 Cor 6:14–16 in Himerius, Or. [Ecl.] 3, 6 ποῦ δὲ συμβαίνει κ. μίγνυται ἡδονὴ πόνοις, καρτηρία τρυφῇ, ἀκαδημία καὶ πόρναι, φιλοσοφία καὶ πότος, σωφρονούντων βίος καὶ ἀκόλαστα μειράκια;=Is there really anything in common between pleasure and toil, perseverance and luxury, school and prostitutes, study and partying, the prudent life and undisciplined puerility?).—DELG s.v. 1 ἔχω. M-M. TW. Spicq. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετοχῇ — μετοχή sharing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχή — sharing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • μετοχή — η 1. συμμετοχή: Συγκεντρώθηκε μεγάλο ποσό χάρη στη μετοχή πολλών δωρητών. 2. (οικον.), τίτλος κινητής αξίας που αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο για τη συμμετοχή κάποιου στο κεφάλαιο και τα κέρδη μιας ανώνυμης εταιρείας: Αγόρασα μετοχές μιας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • ονομαστική μετοχή — Βλ. λ. μετοχή …   Dictionary of Greek

  • μετοχῆι — μετοχῇ , μετοχή sharing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχαῖς — μετοχή sharing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχαί — μετοχή sharing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχῆς — μετοχή sharing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχήν — μετοχή sharing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”